- ανακτορικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή έχει σχέση με τα ανάκτορα: Ανακτορική φρουρά είναι η ιδιαίτερη φρουρά του βασιλιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανακτορικός — ή, ό (Α ἀνακτορικός, ή, όν) [ἀνάκτορον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ανάκτορο ή στον άνακτα, παλατιανός, βασιλικός 2. αυτός που αφοσιώνεται στον βασιλιά … Dictionary of Greek
ανάκτορο — το (Α ἀνάκτορον) συνήθως στον πληθ. τα ανάκτορα βασιλική κατοικία, παλάτι νεοελλ. μέγαρο, πολυτελής κατοικία αρχ. κατοικία θεού, ναός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάκτωρ. ΠΑΡ. ανακτορικός νεοελλ. ανακτοροειδής] … Dictionary of Greek
ανακτόριος — ἀνακτόριος, ία, ιον (Α) [ἀνάκτωρ] ο ανακτορικός* … Dictionary of Greek
καπελάνος — ο (Μ καπελλᾱνος και καππελᾱνος) ανακτορικός ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cappellano] … Dictionary of Greek
παλατιανός — ή, ό (Μ παλατιανός, ή, όν) [παλάτιον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παλάτι ή αυτός που ανήκει στην υπηρεσία τών ανακτόρων, ανακτορικός, αυλικός 2. το αρσ. ως ουσ. μέλος τής βασιλικής ή ανακτορικής αυλής … Dictionary of Greek
Αμβρακία — I Αρχαία πόλη στον ποταμό Άραχθο, στη θέση της σημερινής Άρτας. Κατά τη μυθολογική παράδοση την είχε ιδρύσει o Άμβραξ, γιος του Θεσπρωτού, ή η Αμβρακία, κόρη του βασιλιά των Δρυόπων. Προστατευόταν με οχυρό τείχος, που είναι άγνωστο πότε χτίστηκε … Dictionary of Greek
θουρμπαράν, Φρανθίσκο ντε- — (Francisco de Zurbαrάn, Φουέντε ντε Κάντος, Εστρεμαδούρα 1598 – Μαδρίτη 1664). Ισπανός ζωγράφος. Σε ηλικία 15 ετών φοίτησε στη Σεβίλη, στη σχολή του Ντιάθ ντε Βιλανουέβα. Ωστόσο, οι κυριότεροι παράγοντες στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής του… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Ντελόρμ, Φιλμπέρ — (Philibert Delorme ή De L ’Orme, Λιόν περ. 1510 – Παρίσι 1570). Γάλλος αρχιτέκτονας. Μαζί με τον Ζαν Μπιλάν και τον Πιερ Λεσκό θεωρείται από τους κυριότερους δημιουργούς του αναγεννησιακού ρυθμού στη Γαλλία. Στις οικοδομές του πατέρα του είχε την … Dictionary of Greek
παλατιανός — ή, ό άνθρωπος του παλατιού, ανακτορικός, αυλικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)